- κατατοιχογραφώ
- κατατοιχογραφῶ, -έω (Α)γράφω εναντίον κάποιου πάνω στον τοίχο («οἱ δὲ πρῶτον μὲν κατετοιχογράφησαν αὐτοῡ τοιαῡτα», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -τοιχογραφῶ, που στην Αρχαία Ελληνική απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.].
Dictionary of Greek. 2013.